- οξαλουρία
- ηιατρ. η απέκκριση μεγάλης ποσότητας οξαλικών αλάτων με τα ούρα ως αποτέλεσμα υπεροξαλαιμίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxaluria (< οξαλ(ο)-* + -ουρία < ουρώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξαλουρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξαλουρία 2. αυτός που πάσχει από οξαλουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξαλουρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek